Background Image
Previous Page  9 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 9 / 10 Next Page
Page Background

ἀμφιβάλλω: περιβάλλω, τοποθετώ γύρω / περιβάλλω κάτι με ενδύματα /

εναγκαλίζομαι / δυσπιστώ

ἀμφιγνοέω -ῶ: αμφιβάλλω / δεν γνωρίζω

ἀμφιέννυμι: ντύνω // Μ. ντύνομαι

ἀμφισβητέω -ῶ: διαφωνώ, αμφισβητώ / φιλονικώ

ἀμφότεροι, αι, α: και οι δύο

ἀναβαίνω: ανεβαίνω, επιβιβάζομαι / ανεβαίνω στο βήμα/παρουσιάζομαι στο

δικαστήριο

ἀναβιβάζω: ανεβάζω / σύρω πλοίο στην ξηρά / προσάγω στο δικαστήριο ως

μάρτυρα

ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.

ἀνάγω: οδηγώ επάνω / εξυψώνω, εξυμνώ / οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά / ἡ

ναῦς ἀνάγεται: το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.

ἀναγωγή, ῆς, ἡ: απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά

ἀναδύομαι: ανέρχομαι / ανατέλλω /αναβλύζω /αποσύρομαι, οπισθοχωρώ /

αποφεύγω κάποιον / αναβάλλω

ἀναθαρσέω -ῶ: ανακτώ το θάρρος μου

ἀνάθημα, ατος, τό: αφιέρωμα, προσφορά

ἀναίρεσις, εως, ἡ: ανακομιδή πτωμάτων για ενταφιασμό / ανάληψη

επιχείρησης / καταστροφή, όλεθρος/φόνος

ἀναιρέω -ῶ: σηκώνω επάνω, αποκομίζω / εξαφανίζω, θανατώνω / ενταφιάζω /

χρησμοδοτώ // ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ή ὁ θεός): χρησμοδότησε

ἀνακαλέω -ῶ: προσκαλώ / επικαλούμαι / κλητεύω στο δικαστήριο / ανακαλώ

κάποιον από την εξορία

ἀνακοινόω -ῶ: ανακοινώνω, επικοινωνώ / διακηρύσσω, αποκαλύπτω