ἀμφιβάλλω: περιβάλλω, τοποθετώ γύρω / περιβάλλω κάτι με ενδύματα /
εναγκαλίζομαι / δυσπιστώ
ἀμφιγνοέω -ῶ: αμφιβάλλω / δεν γνωρίζω
ἀμφιέννυμι: ντύνω // Μ. ντύνομαι
ἀμφισβητέω -ῶ: διαφωνώ, αμφισβητώ / φιλονικώ
ἀμφότεροι, αι, α: και οι δύο
ἀναβαίνω: ανεβαίνω, επιβιβάζομαι / ανεβαίνω στο βήμα/παρουσιάζομαι στο
δικαστήριο
ἀναβιβάζω: ανεβάζω / σύρω πλοίο στην ξηρά / προσάγω στο δικαστήριο ως
μάρτυρα
ἀναγορεύω = ανακηρύττω, διακηρύττω.
ἀνάγω: οδηγώ επάνω / εξυψώνω, εξυμνώ / οδηγώ το πλοίο στα ανοιχτά / ἡ
ναῦς ἀνάγεται: το πλοίο βγαίνει στο ανοικτό πέλαγος.
ἀναγωγή, ῆς, ἡ: απόπλους, οδήγηση πλοίου στα ανοιχτά
ἀναδύομαι: ανέρχομαι / ανατέλλω /αναβλύζω /αποσύρομαι, οπισθοχωρώ /
αποφεύγω κάποιον / αναβάλλω
ἀναθαρσέω -ῶ: ανακτώ το θάρρος μου
ἀνάθημα, ατος, τό: αφιέρωμα, προσφορά
ἀναίρεσις, εως, ἡ: ανακομιδή πτωμάτων για ενταφιασμό / ανάληψη
επιχείρησης / καταστροφή, όλεθρος/φόνος
ἀναιρέω -ῶ: σηκώνω επάνω, αποκομίζω / εξαφανίζω, θανατώνω / ενταφιάζω /
χρησμοδοτώ // ἀνεῖλεν (ἡ Πυθία ή ὁ θεός): χρησμοδότησε
ἀνακαλέω -ῶ: προσκαλώ / επικαλούμαι / κλητεύω στο δικαστήριο / ανακαλώ
κάποιον από την εξορία
ἀνακοινόω -ῶ: ανακοινώνω, επικοινωνώ / διακηρύσσω, αποκαλύπτω