τον κίνδυνο (τον πόλεμο)
αἰσθάνομαι:
[ ΠΑΡΤ. ᾐσθανόμην, ΜΛ. αἰσθήσομαι, ΑΟΡ. ᾐσθόμην, ΠΡΚ.
ᾔσθημαι, ΥΠΡ. ᾐσθήμην]
αντιλαμβάνομαι / μαθαίνω
αἰσχρός, ά, όν: ντροπιαστικός , επαίσχυντος / κακοήθης, φαύλος / άσχημος
αἰσχύνη = ντροπή, ατιμία, ατίμωση
αἰσχύνω:
[ΠΑΡΤ. ᾔσχυνον, ΜΛ. αἰσχυνῶ, ΑΟΡ. ᾔσχυνα, ΠΡΚ. ᾔσχυγκα,
ΥΠΡ. ᾐσχύγκειν // ΠΑΡΤ. ᾐσχυνόμην, ΜΛ. αἰσχυνοῦμαι, ΑΟΡ. - , ΠΡΚ.
ᾔσχυμμαι, ΥΠΡ. ᾐσχύμμην, Π. ΜΛ. αἰσχυνθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾐσχύνθην]
ντροπιάζω, ατιμάζω // Μ.: ντρέπομαι, σέβομαι
αἰτέω -ῶ: ζητώ / απαιτώ, αξιώνω, αἰτοῦμαί τινα δοῦναι μοι: ζητώ από κάποιον
να μου επιτρέψει…
αἰτία, ας, ἡ: αιτία, αφορμή / κατηγορία / αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) :
κατηγορούμαι / ἐν αἰτίᾳ εἰμί ή γίγνομαι: κατηγορούμαι / ἐν αἰτίᾳ ἔχω:
κατηγορώ / εἰς αἰτίαν καθίστημί τινα: κατηγορώ / ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας:
αθωώνω
αἰτιάομαι -ῶμαι:
[ ΠΑΡΤ. ᾐτιώμην, ΜΛ.αἰτιάσομαι, ΑΟΡ. ᾐτιασάμην,
ΠΡΚ. ᾐτίαμαι, ΥΠΡ. ᾐτιάμην, Π. ΜΛ. αἰτιαθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾐτιάθην]
κατηγορώ, κατακρίνω
αἴτιος, α, ον: αίτιος, υπεύθυνος / υπόδικος / αἰτιώτατος: ο κύριος υπαίτιος
αἰών, ῶνος, ὁ: περίοδος χρόνου / γενεά / εποχή ηλικία / ὁ σύμπας αἰών: η
αιωνιότητα / δι’ ὅλου τοῦ αἰῶνος: αδιάκοπα
ἄκαιρος, ον: ακατάλληλος, άκαιρος / φορτικός, ενοχλητικός / ἄκαιρα ποιῶ:
χάνω τον κόπο μου / εἰς ἄκαιρα πονῶ: ματαιοπονώ
ἀκίνητος, ον: ακίνητος, αμετάβλητος / ισχυρογνώμων
ἀκλεής, ές: άδοξος, άγνωστος, άσημος
ἀκμάζω: είμαι ώριμος / ακμάζω / είμαι στην πιο έντονη φάση / (απροσ.) είναι
κατάλληλος καιρός να
ἀκμή, ῆς, ἡ: αιχμή, κόψη / κατάλληλη στιγμή / ἐπ’ ἀκμῆς εἰμι: είμαι στο
σημείο να…
ἀκόλουθος, ον: ακόλουθος, υπηρέτης / σύμφωνος με κάτι
ἀκονιτί: χωρίς αγώνα, άκοπα / άνετα
ἀκοσμέω -ῶ: προσβάλλω / φέρομαι αλαζονικά / ενεργώ άπρεπα / απειθαρχώ
ἄκοσμος, ον: άτακτος, ακατάστατος / ατίθασος, απείθαρχος