Background Image
Previous Page  6 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 6 / 10 Next Page
Page Background

τον κίνδυνο (τον πόλεμο)

αἰσθάνομαι:

[ ΠΑΡΤ. ᾐσθανόμην, ΜΛ. αἰσθήσομαι, ΑΟΡ. ᾐσθόμην, ΠΡΚ.

ᾔσθημαι, ΥΠΡ. ᾐσθήμην]

αντιλαμβάνομαι / μαθαίνω

αἰσχρός, ά, όν: ντροπιαστικός , επαίσχυντος / κακοήθης, φαύλος / άσχημος

αἰσχύνη = ντροπή, ατιμία, ατίμωση

αἰσχύνω:

[ΠΑΡΤ. ᾔσχυνον, ΜΛ. αἰσχυνῶ, ΑΟΡ. ᾔσχυνα, ΠΡΚ. ᾔσχυγκα,

ΥΠΡ. ᾐσχύγκειν // ΠΑΡΤ. ᾐσχυνόμην, ΜΛ. αἰσχυνοῦμαι, ΑΟΡ. - , ΠΡΚ.

ᾔσχυμμαι, ΥΠΡ. ᾐσχύμμην, Π. ΜΛ. αἰσχυνθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾐσχύνθην]

ντροπιάζω, ατιμάζω // Μ.: ντρέπομαι, σέβομαι

αἰτέω -ῶ: ζητώ / απαιτώ, αξιώνω, αἰτοῦμαί τινα δοῦναι μοι: ζητώ από κάποιον

να μου επιτρέψει…

αἰτία, ας, ἡ: αιτία, αφορμή / κατηγορία / αἰτίαν ἔχω (ή ὑπέχω) :

κατηγορούμαι / ἐν αἰτίᾳ εἰμί ή γίγνομαι: κατηγορούμαι / ἐν αἰτίᾳ ἔχω:

κατηγορώ / εἰς αἰτίαν καθίστημί τινα: κατηγορώ / ἀπολύω τινά τῆς αἰτίας:

αθωώνω

αἰτιάομαι -ῶμαι:

[ ΠΑΡΤ. ᾐτιώμην, ΜΛ.αἰτιάσομαι, ΑΟΡ. ᾐτιασάμην,

ΠΡΚ. ᾐτίαμαι, ΥΠΡ. ᾐτιάμην, Π. ΜΛ. αἰτιαθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾐτιάθην]

κατηγορώ, κατακρίνω

αἴτιος, α, ον: αίτιος, υπεύθυνος / υπόδικος / αἰτιώτατος: ο κύριος υπαίτιος

αἰών, ῶνος, ὁ: περίοδος χρόνου / γενεά / εποχή ηλικία / ὁ σύμπας αἰών: η

αιωνιότητα / δι’ ὅλου τοῦ αἰῶνος: αδιάκοπα

ἄκαιρος, ον: ακατάλληλος, άκαιρος / φορτικός, ενοχλητικός / ἄκαιρα ποιῶ:

χάνω τον κόπο μου / εἰς ἄκαιρα πονῶ: ματαιοπονώ

ἀκίνητος, ον: ακίνητος, αμετάβλητος / ισχυρογνώμων

ἀκλεής, ές: άδοξος, άγνωστος, άσημος

ἀκμάζω: είμαι ώριμος / ακμάζω / είμαι στην πιο έντονη φάση / (απροσ.) είναι

κατάλληλος καιρός να

ἀκμή, ῆς, ἡ: αιχμή, κόψη / κατάλληλη στιγμή / ἐπ’ ἀκμῆς εἰμι: είμαι στο

σημείο να…

ἀκόλουθος, ον: ακόλουθος, υπηρέτης / σύμφωνος με κάτι

ἀκονιτί: χωρίς αγώνα, άκοπα / άνετα

ἀκοσμέω -ῶ: προσβάλλω / φέρομαι αλαζονικά / ενεργώ άπρεπα / απειθαρχώ

ἄκοσμος, ον: άτακτος, ακατάστατος / ατίθασος, απείθαρχος