Background Image
Previous Page  5 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 5 / 10 Next Page
Page Background

ἀήθης, ες: ασυνήθιστος / παράδοξος / αυτός που δεν έχει ήθος

Ἀθήναζε: προς Αθήνα / Ἀθήνηθεν: από την Αθήνα / Ἀθήνησι: στην Αθήνα

(στάση)

ἆθλον, ου, τό: βραβείο αγώνα, έπαθλο / δώρο, ανταμοιβή / τίθημι ἆθλα:

προκηρύσσω βραβεία

ἆθλος, ου, ὁ: αγώνας, άμιλλα / μόχθος

ἀθρέω -ῶ ή ἁθρέω -ῶ: προσβλέπω, παρατηρώ / εξετάζω

ἀθροίζω: συναθροίζω / στρατολογώ

ἀθρόος, α, ον: συγκεντρωμένος, όλος μαζί / συνεχής

ἀθυμέω -ῶ: χάνω το θάρρος μου/ είμαι απογοητευμένος/ είμαι βαρύθυμος

ἀθυμία, ας, ἡ: απογοήτευση, έλλειψη θάρρους / βαρυθυμία

ἄθυμος, ον: άτολμος, λιπόψυχος / ἀθύμως ἔχω: είμαι αποθαρρυμένος

αἰδέομαι -οῦμαι: ντρέπομαι / σέβομαι / φοβούμαι

αἰδώς, οῦς, ἡ: ντροπή, συστολή / σεβασμός / αξιοπρέπεια

αἰθρία, ας, ἡ: ξαστεριά / καλοκαιρία

αἰκία, ας, ἡ: κακομεταχείριση / (πληθ.) χτυπήματα

αἰκίζω: κακοποιώ, βασανίζω

αἱμάσσω ή –ττω: ματώνω / πληγώνω / σκοτώνω / Π. κυλιέμαι στο αίμα /

σκοτώνομαι

αἰνέω -ῶ: επαινώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω / λέγω/ υπόσχομαι

αἵρεσις, εως, ἡ κατάκτηση / εκλογή / σκοπός / αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το

δικαίωμα της εκλογής / αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.

αἱρέω -ῶ:

[ΠΑΡΤ. ᾕρουν, ΜΛ. αἱρήσω, ΑΟΡ. εἷλον ΠΡΚ. ᾕρηκα, ΥΠΡ.

ᾑρήκειν // ΠΑΡΤ. ᾑρούμην, ΜΛ. αἱρήσομαι, ΑΟΡ. εἱλόμην, ΠΡΚ. ᾕρημαι,

ΥΠΡ. ᾑρήμην Π. ΜΛ. αἱρεθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾑρέθην]

κυριεύω, αρπάζω /

συλλαμβάνω / αποκτώ / δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη / ὁ λόγος αἱρεῖ:

η λογική επιβάλλει // Μ.: εκλέγω, προτιμώ. // Π.: εκλέγομαι

αἴρω:

[ ΠΑΡΤ. ᾖρον, ΜΛ. ἀρῶ, ΑΟΡ. ἦρα, ΠΡΚ. ἦρκα, ΥΠΡ. ἤρκειν //

ΠΑΡΤ. ᾐρόμην, ΜΛ. ἀροῦμαι, ΑΟΡ. ἠράμην, ΠΡΚ. ἦρμαι, ΥΠΡ. ἤρμην,

Π. ΜΛ. ἀρθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἤρθην ]

σηκώνω / μεταφέρω / αναλαμβάνω,

αρχίζω / αυξάνω / Μ. αποκτώ, κερδίζω / σηκώνομια, υψώνομαι /

αναλαμβάνω, επιχειρώ / υπερηφανεύομαι / αἴρω τεῖχος: υψώνω τείχος / αἴρω

τῷ στρατῷ: ξεκινώ με το στρατό / αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον): αναλαμβάνω