ἀήθης, ες: ασυνήθιστος / παράδοξος / αυτός που δεν έχει ήθος
Ἀθήναζε: προς Αθήνα / Ἀθήνηθεν: από την Αθήνα / Ἀθήνησι: στην Αθήνα
(στάση)
ἆθλον, ου, τό: βραβείο αγώνα, έπαθλο / δώρο, ανταμοιβή / τίθημι ἆθλα:
προκηρύσσω βραβεία
ἆθλος, ου, ὁ: αγώνας, άμιλλα / μόχθος
ἀθρέω -ῶ ή ἁθρέω -ῶ: προσβλέπω, παρατηρώ / εξετάζω
ἀθροίζω: συναθροίζω / στρατολογώ
ἀθρόος, α, ον: συγκεντρωμένος, όλος μαζί / συνεχής
ἀθυμέω -ῶ: χάνω το θάρρος μου/ είμαι απογοητευμένος/ είμαι βαρύθυμος
ἀθυμία, ας, ἡ: απογοήτευση, έλλειψη θάρρους / βαρυθυμία
ἄθυμος, ον: άτολμος, λιπόψυχος / ἀθύμως ἔχω: είμαι αποθαρρυμένος
αἰδέομαι -οῦμαι: ντρέπομαι / σέβομαι / φοβούμαι
αἰδώς, οῦς, ἡ: ντροπή, συστολή / σεβασμός / αξιοπρέπεια
αἰθρία, ας, ἡ: ξαστεριά / καλοκαιρία
αἰκία, ας, ἡ: κακομεταχείριση / (πληθ.) χτυπήματα
αἰκίζω: κακοποιώ, βασανίζω
αἱμάσσω ή –ττω: ματώνω / πληγώνω / σκοτώνω / Π. κυλιέμαι στο αίμα /
σκοτώνομαι
αἰνέω -ῶ: επαινώ, επιδοκιμάζω, εγκρίνω / λέγω/ υπόσχομαι
αἵρεσις, εως, ἡ κατάκτηση / εκλογή / σκοπός / αἵρεσιν δίδωμι = παρέχω το
δικαίωμα της εκλογής / αἵρεσιν λαμβάνω = έχω το δικαίωμα της εκλογής.
αἱρέω -ῶ:
[ΠΑΡΤ. ᾕρουν, ΜΛ. αἱρήσω, ΑΟΡ. εἷλον ΠΡΚ. ᾕρηκα, ΥΠΡ.
ᾑρήκειν // ΠΑΡΤ. ᾑρούμην, ΜΛ. αἱρήσομαι, ΑΟΡ. εἱλόμην, ΠΡΚ. ᾕρημαι,
ΥΠΡ. ᾑρήμην Π. ΜΛ. αἱρεθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ᾑρέθην]
κυριεύω, αρπάζω /
συλλαμβάνω / αποκτώ / δίκην (γραφὴν) αἱρῶ = κερδίζω δίκη / ὁ λόγος αἱρεῖ:
η λογική επιβάλλει // Μ.: εκλέγω, προτιμώ. // Π.: εκλέγομαι
αἴρω:
[ ΠΑΡΤ. ᾖρον, ΜΛ. ἀρῶ, ΑΟΡ. ἦρα, ΠΡΚ. ἦρκα, ΥΠΡ. ἤρκειν //
ΠΑΡΤ. ᾐρόμην, ΜΛ. ἀροῦμαι, ΑΟΡ. ἠράμην, ΠΡΚ. ἦρμαι, ΥΠΡ. ἤρμην,
Π. ΜΛ. ἀρθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἤρθην ]
σηκώνω / μεταφέρω / αναλαμβάνω,
αρχίζω / αυξάνω / Μ. αποκτώ, κερδίζω / σηκώνομια, υψώνομαι /
αναλαμβάνω, επιχειρώ / υπερηφανεύομαι / αἴρω τεῖχος: υψώνω τείχος / αἴρω
τῷ στρατῷ: ξεκινώ με το στρατό / αἴρομαι κίνδυνον (πόλεμον): αναλαμβάνω