ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ
Αα
ἀβελτερία, ας, ἡ: ανοησία, απλοϊκότητα, κουταμάρα / νωθρότητα, αδράνεια
ἀβοητὶ: χωρίς βοή
ἀβουλία, ας, ἡ: αναποφασιστικότητα, απερισκεψία
ἁβρύνομαι: καλλωπίζομαι / καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι
ἀγαθός, ή, όν: ευγενής, ανδρείος / καλός, ενάρετος / χρήσιμος / ἀγαθὰ φρονῶ:
έχω καλά αισθήματα / ἀγαθὰ πάσχω: ευεργετούμαι
Παραθετικά: ἀμείνων, ἄριστος (για πνευματική υπεροχή), βελτίων,
βέλτιστος (για ηθική υπεροχή), κρείττων, κράτιστος (για σωματική υπεροχή),
λῴων, λῷστος (για υλική προτίμηση)
ἀγάλλω: τιμώ, λαμπρύνω. Μ.: χαίρομαι, περηφανεύομαι για κάτι / (+κατηγ.
μτχ.) χαίρομαι να
ἄγαμαι:
[ΠΑΡΤ. ἠγάμην, ΜΛ. ἀγάσομαι, ΑΟΡ. ἠγασάμην, ΠΡΚ. - , ΥΠΡ.
- , Π. ΜΛ. ἀγασθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠγάσθην]
θαυμάζω, επιδοκιμάζω /
παραξενεύομαι / φθονώ, δυσανασχετώ
ἄγαν: πολύ, υπερβολικά
ἀγαπάω -ῶ: αγαπώ / (+δοτ.) είμαι ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι
ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά
ἀγαστός, ή, όν: θαυμαστός, άξιος θαυμασμού
ἀγγελία, ας, ἡ: είδηση, αγγελία
ἀγγέλλω:
[ΠΑΡΤ. ἤγγελλον, ΜΛ. ἀγγελῶ, ΑΟΡ. ἤγγειλα, ΠΡΚ. ἤγγελκα,
ΥΠΡ. ἠγγέλκειν // ΠΑΡΤ. ἠγγελόμην, ΜΛ. ἀγγελοῦμαι, ΑΟΡ.
ἠγγειλάμην, ΠΡΚ. ἤγγελμαι, ΥΠΡ. ἠγγέλμην Π. ΜΛ. ἀγγελθήσομαι, Π.
ΑΟΡ. ἠγγέλθην]
αναγγέλλω, ειδοποιώ / διακηρύσσω / διηγούμαι
ἄγγελος, ου, ὁ: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος
ἀγείρω: συναθροίζω, συγκεντρώνω, συγκαλώ
ἀγενής, ές: αγέννητος / που προέρχεται από ταπεινή οικογένεια, άσημος/
άτεκνος
ἀγλαός, ή, όν: λαμπρός / ωραίος / ξακουστός / ευγενής