Background Image
Previous Page  2 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 2 / 10 Next Page
Page Background

ΒΑΣΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ

Αα

ἀβελτερία, ας, ἡ: ανοησία, απλοϊκότητα, κουταμάρα / νωθρότητα, αδράνεια

ἀβοητὶ: χωρίς βοή

ἀβουλία, ας, ἡ: αναποφασιστικότητα, απερισκεψία

ἁβρύνομαι: καλλωπίζομαι / καυχιέμαι, καμαρώνω για κάτι

ἀγαθός, ή, όν: ευγενής, ανδρείος / καλός, ενάρετος / χρήσιμος / ἀγαθὰ φρονῶ:

έχω καλά αισθήματα / ἀγαθὰ πάσχω: ευεργετούμαι

Παραθετικά: ἀμείνων, ἄριστος (για πνευματική υπεροχή), βελτίων,

βέλτιστος (για ηθική υπεροχή), κρείττων, κράτιστος (για σωματική υπεροχή),

λῴων, λῷστος (για υλική προτίμηση)

ἀγάλλω: τιμώ, λαμπρύνω. Μ.: χαίρομαι, περηφανεύομαι για κάτι / (+κατηγ.

μτχ.) χαίρομαι να

ἄγαμαι:

[ΠΑΡΤ. ἠγάμην, ΜΛ. ἀγάσομαι, ΑΟΡ. ἠγασάμην, ΠΡΚ. - , ΥΠΡ.

- , Π. ΜΛ. ἀγασθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠγάσθην]

θαυμάζω, επιδοκιμάζω /

παραξενεύομαι / φθονώ, δυσανασχετώ

ἄγαν: πολύ, υπερβολικά

ἀγαπάω -ῶ: αγαπώ / (+δοτ.) είμαι ικανοποιημένος, αρκούμαι σε κάτι

ἀγαπητῶς = πρόθυμα, με χαρά, αρκετά

ἀγαστός, ή, όν: θαυμαστός, άξιος θαυμασμού

ἀγγελία, ας, ἡ: είδηση, αγγελία

ἀγγέλλω:

[ΠΑΡΤ. ἤγγελλον, ΜΛ. ἀγγελῶ, ΑΟΡ. ἤγγειλα, ΠΡΚ. ἤγγελκα,

ΥΠΡ. ἠγγέλκειν // ΠΑΡΤ. ἠγγελόμην, ΜΛ. ἀγγελοῦμαι, ΑΟΡ.

ἠγγειλάμην, ΠΡΚ. ἤγγελμαι, ΥΠΡ. ἠγγέλμην Π. ΜΛ. ἀγγελθήσομαι, Π.

ΑΟΡ. ἠγγέλθην]

αναγγέλλω, ειδοποιώ / διακηρύσσω / διηγούμαι

ἄγγελος, ου, ὁ: αγγελιοφόρος, απεσταλμένος

ἀγείρω: συναθροίζω, συγκεντρώνω, συγκαλώ

ἀγενής, ές: αγέννητος / που προέρχεται από ταπεινή οικογένεια, άσημος/

άτεκνος

ἀγλαός, ή, όν: λαμπρός / ωραίος / ξακουστός / ευγενής