δικαστήριο. ἄγομαι φόνου: κατηγορούμαι για φόνο/ παρ’ οὐδέν ἄγω: θεωρώ
ασήμαντο/ περί πλείστου ἄγω: εκτιμώ πάρα πολύ
ἀγωγή, ῆς, ἡ: μετακίνηση, μεταφορά / καθοδήγηση, διοίκηση / συμπεριφορά,
μόρφωση
ἀγών, ῶνος, ὁ: προσπάθεια, αγώνας / μάχη / δίκη / ἀγὼν μέγας: σπουδαία
δίκη / ὁ νῦν ἑστηκώς ἀγών: η παρούσα δίκη / καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα:
μπλέκω κάποιον σε δίκη / ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων: καθιερώνω αγώνα
επιδείξεως σωματικής δυνάμεως
ἀγωνίζομαι: μάχομαι / διεξάγω δικαστικό αγώνα / ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν:
υπερασπίζω υπόθεση στο δικαστήριο / ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος: διεξάγω
δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου
ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα
ἀδεής, ές: ἀφοβος, ασφαλής / ἀδεῶς: άφοβα
ἄδεια, ας, ἡ: αφοβία, ασφάλεια / αμνηστία / ἄδειαν δίδωμι, παρέχω: δίνω
αμνηστία/ μετ’ ἀδείας: με υπόσχεση για ασφάλεια
ἄδηλος, ον: άγνωστος / άσημος/ αφανής, κρυφός
ἄδην: αρκετά, άφθονα, πλούσια
ἀδικέω -ῶ = αδικώ, βλάπτω / ἀδίκημα: άδικη πράξη
ἀδόκητος, ον: απροσδόκητος, αναπάντεχος
ἀδοκίμαστος, ον: ανεξέταστος, μη ασκημένος
ἀδόκιμος, ον: άσημος, αφανής
ἀδοξέω-ῶ: δεν έχω καλή φήμη
ἀδοξία, ας, ἡ: κακή φήμη, ασημότητα / καταφρόνηση
ἄδοξος: αφανής, άσημος/ απροσδόκητος
ἁδρός, ά, όν: χοντρός, πυκνός, παχύς / ώριμος / καλοκαμωμένος / ισχυρός /
έξοχος
ἀδυναμία & ἀδυνασία: αδυναμία, ανικανότητα
ἀδυνατέω -ῶ: δεν έχω τη δύναμη ή την ικανότητα
ἀδύνατος, ον: ισχνός, ανίκανος, αδύναμος / ἀδύνατος λέγειν (απαρ. της
αναφοράς): μέτριος ρήτορας
ᾄδω: ψάλλω, τραγουδώ / διηγούμαι
ἀδωροδόκος, ον ή ἀδωροδόκητος, ον: αδιάφθορος, αυτός που δε δέχεται δώρα
ἀεί: πάντοτε / ὁ ἀεί…: ο εκάστοτε