Background Image
Previous Page  4 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 4 / 10 Next Page
Page Background

δικαστήριο. ἄγομαι φόνου: κατηγορούμαι για φόνο/ παρ’ οὐδέν ἄγω: θεωρώ

ασήμαντο/ περί πλείστου ἄγω: εκτιμώ πάρα πολύ

ἀγωγή, ῆς, ἡ: μετακίνηση, μεταφορά / καθοδήγηση, διοίκηση / συμπεριφορά,

μόρφωση

ἀγών, ῶνος, ὁ: προσπάθεια, αγώνας / μάχη / δίκη / ἀγὼν μέγας: σπουδαία

δίκη / ὁ νῦν ἑστηκώς ἀγών: η παρούσα δίκη / καθίστημί τινα εἰς ἀγῶνα:

μπλέκω κάποιον σε δίκη / ποιῶ ἀγῶνα σωμάτων: καθιερώνω αγώνα

επιδείξεως σωματικής δυνάμεως

ἀγωνίζομαι: μάχομαι / διεξάγω δικαστικό αγώνα / ἀγωνίζομαι δίκην, γραφήν:

υπερασπίζω υπόθεση στο δικαστήριο / ἀγωνίζομαι περὶ τοῦ σώματος: διεξάγω

δικαστικό αγώνα περί ζωής ή θανάτου

ἀγώνισμα = αγώνας, ανδραγάθημα, κατόρθωμα

ἀδεής, ές: ἀφοβος, ασφαλής / ἀδεῶς: άφοβα

ἄδεια, ας, ἡ: αφοβία, ασφάλεια / αμνηστία / ἄδειαν δίδωμι, παρέχω: δίνω

αμνηστία/ μετ’ ἀδείας: με υπόσχεση για ασφάλεια

ἄδηλος, ον: άγνωστος / άσημος/ αφανής, κρυφός

ἄδην: αρκετά, άφθονα, πλούσια

ἀδικέω -ῶ = αδικώ, βλάπτω / ἀδίκημα: άδικη πράξη

ἀδόκητος, ον: απροσδόκητος, αναπάντεχος

ἀδοκίμαστος, ον: ανεξέταστος, μη ασκημένος

ἀδόκιμος, ον: άσημος, αφανής

ἀδοξέω-ῶ: δεν έχω καλή φήμη

ἀδοξία, ας, ἡ: κακή φήμη, ασημότητα / καταφρόνηση

ἄδοξος: αφανής, άσημος/ απροσδόκητος

ἁδρός, ά, όν: χοντρός, πυκνός, παχύς / ώριμος / καλοκαμωμένος / ισχυρός /

έξοχος

ἀδυναμία & ἀδυνασία: αδυναμία, ανικανότητα

ἀδυνατέω -ῶ: δεν έχω τη δύναμη ή την ικανότητα

ἀδύνατος, ον: ισχνός, ανίκανος, αδύναμος / ἀδύνατος λέγειν (απαρ. της

αναφοράς): μέτριος ρήτορας

ᾄδω: ψάλλω, τραγουδώ / διηγούμαι

ἀδωροδόκος, ον ή ἀδωροδόκητος, ον: αδιάφθορος, αυτός που δε δέχεται δώρα

ἀεί: πάντοτε / ὁ ἀεί…: ο εκάστοτε