Background Image
Previous Page  3 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 3 / 10 Next Page
Page Background

ἀγνοέω -ῶ: αγνοώ, αδυνατώ να καταλάβω, δεν γνωρίζω

τά ἠγνοημένα: τα άγνωστα μέρη/ τα σφάλματα

ἄγνοια, ας, ἡ: άγνοια, αμάθεια

ἄγνυμι: θραύω, συντρίβω / σκορπίζω

ἀγνωμονέω -ῶ: ενεργώ ασύνετα, άδικα / είμαι αχάριστος // ἀγνωμόνως:

αναίσθητα

ἀγνωμοσύνη, ης, ἡ: ακρισία / αμάθεια / υπεροψία / αδικία

ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος

ἀγνώς, ῶτος, ὁ, ἡ: άγνωστος, αφανής / ανίδεος, αδαής / ἀγνώς εἰμί τινος:

αγνοώ κάποιον ή κάτι

ἀγνωσία, ας, ἡ: άγνοια / αφάνεια

ἀγορά, ᾶς, ἡ: σύναξη λαού / αγορά / δημηγορία /προμήθεια τροφίμων / ἀγορά

πλήθουσα: η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη / ἀγοράν παρέχω: παρέχω

τρόφιμα προς αγορά

ἀγοραῖος, α, ον: αυτός που ανήκει στην αγορά / αργόσχολος, άεργος / ο όχλος

/ κοινός, κατώτερος / ἀγοραία ἡμέρα: η δικάσιμη ημέρα

ἀγορεύω:

[ΠΑΡΤ. ἠγόρευον, ΜΛ. ἀγορεύσω και ἐρῶ, ΑΟΡ. ἠγόρευσα και

εἶπον, ΠΡΚ. ἠγόρευκα και εἴρηκα, ΥΠΡ. ἠγορεύκειν και εἰρήκειν // ΠΑΡΤ.

ἠγορευόμην, ΜΛ. ἀγορεύσομαι, ΑΟΡ. ἠγορευσάμην, ΠΡΚ. ἠγόρευμαι,

ΥΠΡ. ἠγορεύμην

Π. ΜΛ. ῥηθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠγορεύθην και ἐρρήθην]

μιλώ

στη συνέλευση, δημηγορώ / διακηρύσσω / ορίζω / κακῶς ἀγορεύω: κακολογώ

/ ὁ νόμος ἀγορεύει: ο νόμος ορίζει / ὁ λόγος ἀγορεύεται: ο λόγος εκφωνείται

δημόσια / ἠγόρευται: έχει διακηρυχθεί

ἄγος, ους, τό: μίασμα, ενοχή / κατάρα / ανοσιούργημα, ασεβής πράξη

ἄγχι: πλησίον, κοντά

ἀγχίνοια: οξύνοια, ευφυία

ἄγω:

[ ΠΑΡΤ. ἦγον, ΜΛ. ἄξω, ΑΟΡ. ἤγαγον, ΠΡΚ. ἦχα και ἀγήοχα,

ΥΠΡ. ἤχειν και ἠγηόχειν // ΠΑΡΤ. ἠγόμην, ΜΛ. ἄξομαι, ΑΟΡ. ἠγαγόμην,

ΠΡΚ. ἦγμαι, ΥΠΡ. ἤγμην, Π. ΜΛ. ἀχθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἤχθην]

οδηγώ,

μεταφέρω / διαπαιδαγωγώ / τελώ, τηρώ / νομίζω, θεωρώ / ἄγω εἰρήνην ή

σπονδάς: διατηρώ ή βρίσκομαι σε ειρήνη ή σε ανακωχή / ἄγω καί φέρω:

λεηλατώ / ἄγω ἡσυχίαν: ησυχάζω, είμαι φιλήσυχος / ἄγω θεούς: πιστεύω

στους θεούς / ἄγομαι γυναῖκα: παντρεύομαι / ἄγω εἰς δίκην: σύρω στο