ἀγνοέω -ῶ: αγνοώ, αδυνατώ να καταλάβω, δεν γνωρίζω
τά ἠγνοημένα: τα άγνωστα μέρη/ τα σφάλματα
ἄγνοια, ας, ἡ: άγνοια, αμάθεια
ἄγνυμι: θραύω, συντρίβω / σκορπίζω
ἀγνωμονέω -ῶ: ενεργώ ασύνετα, άδικα / είμαι αχάριστος // ἀγνωμόνως:
αναίσθητα
ἀγνωμοσύνη, ης, ἡ: ακρισία / αμάθεια / υπεροψία / αδικία
ἀγνώμων = αναίσθητος, απερίσκεπτος
ἀγνώς, ῶτος, ὁ, ἡ: άγνωστος, αφανής / ανίδεος, αδαής / ἀγνώς εἰμί τινος:
αγνοώ κάποιον ή κάτι
ἀγνωσία, ας, ἡ: άγνοια / αφάνεια
ἀγορά, ᾶς, ἡ: σύναξη λαού / αγορά / δημηγορία /προμήθεια τροφίμων / ἀγορά
πλήθουσα: η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη / ἀγοράν παρέχω: παρέχω
τρόφιμα προς αγορά
ἀγοραῖος, α, ον: αυτός που ανήκει στην αγορά / αργόσχολος, άεργος / ο όχλος
/ κοινός, κατώτερος / ἀγοραία ἡμέρα: η δικάσιμη ημέρα
ἀγορεύω:
[ΠΑΡΤ. ἠγόρευον, ΜΛ. ἀγορεύσω και ἐρῶ, ΑΟΡ. ἠγόρευσα και
εἶπον, ΠΡΚ. ἠγόρευκα και εἴρηκα, ΥΠΡ. ἠγορεύκειν και εἰρήκειν // ΠΑΡΤ.
ἠγορευόμην, ΜΛ. ἀγορεύσομαι, ΑΟΡ. ἠγορευσάμην, ΠΡΚ. ἠγόρευμαι,
ΥΠΡ. ἠγορεύμην
Π. ΜΛ. ῥηθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠγορεύθην και ἐρρήθην]
μιλώ
στη συνέλευση, δημηγορώ / διακηρύσσω / ορίζω / κακῶς ἀγορεύω: κακολογώ
/ ὁ νόμος ἀγορεύει: ο νόμος ορίζει / ὁ λόγος ἀγορεύεται: ο λόγος εκφωνείται
δημόσια / ἠγόρευται: έχει διακηρυχθεί
ἄγος, ους, τό: μίασμα, ενοχή / κατάρα / ανοσιούργημα, ασεβής πράξη
ἄγχι: πλησίον, κοντά
ἀγχίνοια: οξύνοια, ευφυία
ἄγω:
[ ΠΑΡΤ. ἦγον, ΜΛ. ἄξω, ΑΟΡ. ἤγαγον, ΠΡΚ. ἦχα και ἀγήοχα,
ΥΠΡ. ἤχειν και ἠγηόχειν // ΠΑΡΤ. ἠγόμην, ΜΛ. ἄξομαι, ΑΟΡ. ἠγαγόμην,
ΠΡΚ. ἦγμαι, ΥΠΡ. ἤγμην, Π. ΜΛ. ἀχθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἤχθην]
οδηγώ,
μεταφέρω / διαπαιδαγωγώ / τελώ, τηρώ / νομίζω, θεωρώ / ἄγω εἰρήνην ή
σπονδάς: διατηρώ ή βρίσκομαι σε ειρήνη ή σε ανακωχή / ἄγω καί φέρω:
λεηλατώ / ἄγω ἡσυχίαν: ησυχάζω, είμαι φιλήσυχος / ἄγω θεούς: πιστεύω
στους θεούς / ἄγομαι γυναῖκα: παντρεύομαι / ἄγω εἰς δίκην: σύρω στο