Background Image
Previous Page  8 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 8 / 10 Next Page
Page Background

ἀλλαχῇ- ἀλλαχόθι-ἄλλοθι: σε άλλο μέρος

ἀλλαχόθεν: από αλλού

ἀλλαχόσε-ἄλλοσε: σε άλλο μέρος

ἀλλαχοῦ: κάπου αλλού / με διαφορετικό τρόπο

ἄλλῃ: κάπου αλλού

ἄλλοθι: αλλού / με άλλο τρόπο

ἀλλοῖος, α, ον: διαφορετικός / ανόμοις / ξένος

ἀλλοιόω -ῶ: μεταβάλλω / αποξενώνομαι / παραφρονώ

ἄλλοσε: σε άλλο τόπο

ἀλλότριος, α, ον: ξένος / εχθρικός / τὰ ἀλλότρια: ξένες υποθέσεις / ἡ

ἀλλοτρία: η ξένη, εχθρική χώρα / ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα: έχω

εχθρικές διαθέσεις

ἄλλως: με άλλο τρόπο, διαφορετικά / μάταια, άσκοπα

ἄλογος, ον: άφωνος, απερίγραπτος / παράλογος / απροσδόκητος

ἅμα: αμέσως, συγχρόνως

ἁμαρτάνω:

[ ΠΑΡΤ. ἡμάρτανον, ΜΛ. ἁμαρτήσομαι, ΑΟΡ. ἥμαρτον, ΠΡΚ.

ἡμάρτηκα, ΥΠΡ. ἡμαρτήκειν]

αστοχώ, σφάλλω / αποτυγχάνω

ἁμάρτημα, ατος, τό = ἁμαρτία, ας, ἡ: αποτυχία, σφάλμα

ἀμαχεί: χωρίς μάχη

ἀμείβω: αλλάζω τόπο / ανταλλάσσω / απαντώ, ανταποδίδω

ἀμέλεια, ας, ἡ: αδιαφορία

ἀμελέω -ῶ: παραμελώ, αδιαφορώ / ανέχομαι

ἀμελής, ής, ές: αδιάφορος

ἀμήχανος, ον: αμήχανος, άπορος / αδύνατος, δύσκολος / ανεξήγητος

ἁμιλλάομαι -ῶμαι: συναγωνίζομαι / προσπαθώ

ἀμνημονέω-ῶ: λησμονώ

ἀμνήμων, ον: αυτός που δεν έχει μνήμη

ἄμουσος, ον: άμουσος / αγροίκος, άξεστος

ἀμύνω:

[ ΠΑΡΤ. ἤμυνον, ΜΛ. ἀμυνῶ, ΑΟΡ. ἤμυνα, ΠΡΚ. - , ΥΠΡ. -, //

ΠΑΡΤ. ἠμυνόμην, ΜΛ. ἀμυνοῦμαι, ΑΟΡ. ἠμυνάμην, ΠΡΚ. -, ΥΠΡ. -]

απομακρύνω, αποκρούω / υπερασπίζω / (+δοτ.) βοηθώ / Μ. υπερασπίζω,

αποκρούω, προστατεύω