ἀλλαχῇ- ἀλλαχόθι-ἄλλοθι: σε άλλο μέρος
ἀλλαχόθεν: από αλλού
ἀλλαχόσε-ἄλλοσε: σε άλλο μέρος
ἀλλαχοῦ: κάπου αλλού / με διαφορετικό τρόπο
ἄλλῃ: κάπου αλλού
ἄλλοθι: αλλού / με άλλο τρόπο
ἀλλοῖος, α, ον: διαφορετικός / ανόμοις / ξένος
ἀλλοιόω -ῶ: μεταβάλλω / αποξενώνομαι / παραφρονώ
ἄλλοσε: σε άλλο τόπο
ἀλλότριος, α, ον: ξένος / εχθρικός / τὰ ἀλλότρια: ξένες υποθέσεις / ἡ
ἀλλοτρία: η ξένη, εχθρική χώρα / ἀλλοτρίως ἔχω ή διάκειμαι πρός τινα: έχω
εχθρικές διαθέσεις
ἄλλως: με άλλο τρόπο, διαφορετικά / μάταια, άσκοπα
ἄλογος, ον: άφωνος, απερίγραπτος / παράλογος / απροσδόκητος
ἅμα: αμέσως, συγχρόνως
ἁμαρτάνω:
[ ΠΑΡΤ. ἡμάρτανον, ΜΛ. ἁμαρτήσομαι, ΑΟΡ. ἥμαρτον, ΠΡΚ.
ἡμάρτηκα, ΥΠΡ. ἡμαρτήκειν]
αστοχώ, σφάλλω / αποτυγχάνω
ἁμάρτημα, ατος, τό = ἁμαρτία, ας, ἡ: αποτυχία, σφάλμα
ἀμαχεί: χωρίς μάχη
ἀμείβω: αλλάζω τόπο / ανταλλάσσω / απαντώ, ανταποδίδω
ἀμέλεια, ας, ἡ: αδιαφορία
ἀμελέω -ῶ: παραμελώ, αδιαφορώ / ανέχομαι
ἀμελής, ής, ές: αδιάφορος
ἀμήχανος, ον: αμήχανος, άπορος / αδύνατος, δύσκολος / ανεξήγητος
ἁμιλλάομαι -ῶμαι: συναγωνίζομαι / προσπαθώ
ἀμνημονέω-ῶ: λησμονώ
ἀμνήμων, ον: αυτός που δεν έχει μνήμη
ἄμουσος, ον: άμουσος / αγροίκος, άξεστος
ἀμύνω:
[ ΠΑΡΤ. ἤμυνον, ΜΛ. ἀμυνῶ, ΑΟΡ. ἤμυνα, ΠΡΚ. - , ΥΠΡ. -, //
ΠΑΡΤ. ἠμυνόμην, ΜΛ. ἀμυνοῦμαι, ΑΟΡ. ἠμυνάμην, ΠΡΚ. -, ΥΠΡ. -]
απομακρύνω, αποκρούω / υπερασπίζω / (+δοτ.) βοηθώ / Μ. υπερασπίζω,
αποκρούω, προστατεύω