ἀκούω:
[ΠΑΡΤ. ἤκουον, ΜΛ. ἀκούσομαι, ΑΟΡ. ἤκουσα, ΠΡΚ. ἀκήκοα,
ΥΠΡ. ἠκηκόειν // ΠΑΡΤ. ἠκουόμην, ΠΡΚ. ἤκουσμαι, ΥΠΡ. ἠκούσμην, Π.
ΜΛ. ἀκουσθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠκούσθην]
ακούω, μαθαίνω, πληροφορούμαι /
εὖ ἀκούω: επαινούμαι / κακῶς ἀκούω: κακολογούμαι
ἄκρα,ας, ἡ: ακρωτήριο
ἀκρατής, ές: αδύναμος, ανίσχυρος / αχαλίνωτος / ανόθευτος
ἀκρατίζομαι: πίνω ανόθευτο κρασί / προγευματίζω
ἄκρατος, ον: αμιγής, ανέρωτος / ανόθευτος / άδολος
ἄκρη, ης, ἡ: κορυφή /άκρη / ακρωτήριο / ακρόπολη / το υψηλότερο σημείο
ἀκριβής, ές: ακριβής, τέλειος / αυστηρός / προσεκτικός / λιτός
ἀκριβόω -ῶ: κάνω κάτι με ακρίβεια / τακτοποιώ / εξετάζω / εκφράζω κάτι με
ακρίβεια
ἀκρισία, ας, ἡ: σύγχυση.
ἄκριτος, ον: αδίκαστος/ αναρίθμητος
ἀκροάομαι -ῶμαι: προσέχω , ακούω
ἄκρον, ου, τό: κορυφή, ακρωτήριο / τέρμα, όριο, σύνορο
ἀκροποδητί: στις μύτες των ποδιών
ἄκρος, α, ον: ύψιστος, ανώτατος / υπέροχος
ἄκυρος, ον: ανίσχυρος / παράνομος / δίχως εξουσία / ἄκυρος γίγνομαι: χάνω το
δικαίωμα, παραμερίζομαι
ἄκων, ουσα, ον: ακούσιος / χωρίς τη θέληση
ἀλαζόνευμα, ατος, τό: καύχημα, θράσος
ἀλαζονεύομαι: καυχιέμαι / υποκρίνομαι
ἀλγεινός ,ή, όν: οδυνηρός, λυπηρός / ανυπόφορος, κουραστικός / ψυχοφθόρος
ἀλγέω -ῶ: πονώ, υποφέρω / στενοχωριέμαι, θλίβομαι
ἀλγηδών, όνος, ἡ: πόνος, οδύνη
ἄλγος, ους, τό: πόνος, θλίψη
ἀλείπτης, ου, ὁ: προγυμναστής, προπονητής
ἁλίσκομαι:
[ ΠΑΡΤ. ἡλισκόμην, ΜΛ. ἁλώσομαι, ΑΟΡ. ἑάλων και ἥλων,
ΠΡΚ. ἑάλωκα και ἥλωκα, ΥΠΡ. ἑαλώκειν και ἡλώκειν]
κυριεύομαι /
συλλαμβάνομαι / καταδικάζομαι
ἀλκή, ῆς, ἡ: ρώμη, σωματική δύναμη / άμυνα / βοήθεια / μάχη
ἀλλάσσω, ττω: αλλάζω, αλλοιώνω / ανταλλάσσω / εμπορεύομαι