Background Image
Previous Page  7 / 10 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 7 / 10 Next Page
Page Background

ἀκούω:

[ΠΑΡΤ. ἤκουον, ΜΛ. ἀκούσομαι, ΑΟΡ. ἤκουσα, ΠΡΚ. ἀκήκοα,

ΥΠΡ. ἠκηκόειν // ΠΑΡΤ. ἠκουόμην, ΠΡΚ. ἤκουσμαι, ΥΠΡ. ἠκούσμην, Π.

ΜΛ. ἀκουσθήσομαι, Π. ΑΟΡ. ἠκούσθην]

ακούω, μαθαίνω, πληροφορούμαι /

εὖ ἀκούω: επαινούμαι / κακῶς ἀκούω: κακολογούμαι

ἄκρα,ας, ἡ: ακρωτήριο

ἀκρατής, ές: αδύναμος, ανίσχυρος / αχαλίνωτος / ανόθευτος

ἀκρατίζομαι: πίνω ανόθευτο κρασί / προγευματίζω

ἄκρατος, ον: αμιγής, ανέρωτος / ανόθευτος / άδολος

ἄκρη, ης, ἡ: κορυφή /άκρη / ακρωτήριο / ακρόπολη / το υψηλότερο σημείο

ἀκριβής, ές: ακριβής, τέλειος / αυστηρός / προσεκτικός / λιτός

ἀκριβόω -ῶ: κάνω κάτι με ακρίβεια / τακτοποιώ / εξετάζω / εκφράζω κάτι με

ακρίβεια

ἀκρισία, ας, ἡ: σύγχυση.

ἄκριτος, ον: αδίκαστος/ αναρίθμητος

ἀκροάομαι -ῶμαι: προσέχω , ακούω

ἄκρον, ου, τό: κορυφή, ακρωτήριο / τέρμα, όριο, σύνορο

ἀκροποδητί: στις μύτες των ποδιών

ἄκρος, α, ον: ύψιστος, ανώτατος / υπέροχος

ἄκυρος, ον: ανίσχυρος / παράνομος / δίχως εξουσία / ἄκυρος γίγνομαι: χάνω το

δικαίωμα, παραμερίζομαι

ἄκων, ουσα, ον: ακούσιος / χωρίς τη θέληση

ἀλαζόνευμα, ατος, τό: καύχημα, θράσος

ἀλαζονεύομαι: καυχιέμαι / υποκρίνομαι

ἀλγεινός ,ή, όν: οδυνηρός, λυπηρός / ανυπόφορος, κουραστικός / ψυχοφθόρος

ἀλγέω -ῶ: πονώ, υποφέρω / στενοχωριέμαι, θλίβομαι

ἀλγηδών, όνος, ἡ: πόνος, οδύνη

ἄλγος, ους, τό: πόνος, θλίψη

ἀλείπτης, ου, ὁ: προγυμναστής, προπονητής

ἁλίσκομαι:

[ ΠΑΡΤ. ἡλισκόμην, ΜΛ. ἁλώσομαι, ΑΟΡ. ἑάλων και ἥλων,

ΠΡΚ. ἑάλωκα και ἥλωκα, ΥΠΡ. ἑαλώκειν και ἡλώκειν]

κυριεύομαι /

συλλαμβάνομαι / καταδικάζομαι

ἀλκή, ῆς, ἡ: ρώμη, σωματική δύναμη / άμυνα / βοήθεια / μάχη

ἀλλάσσω, ττω: αλλάζω, αλλοιώνω / ανταλλάσσω / εμπορεύομαι