ÛËÌ·ÛÈ·
–
Û˘ÓÙ·ÍË
–
Û˘ÓıÂÙ·
–
ÔÌÔÚÚÈ˙·
Παπαζέτης Κωνσταντίνος
6
και µαζεύω δώρα // συναγείροµαι: µαζεύω χρήµατα για τη ζωή µου.
Οµόρριζα - παράγωγα: αγορά, αγοραίος, αγοράζω, αγοραστής, εξαγοράζω, εξαγορά, προαγοράζω,
προαγορά, αγορανοµία, αγοραφοβία, αγοραπωλησία, αγορεύω, αγόρευση, αγορητής, αναγορεύω, ανα-
γόρευση, απαγορεύω, απαγόρευση, υπαγορεύω, υπαγόρευση, προσαγορεύω, προσαγόρευση, αλληγο-
ρία, παρηγορώ, παρηγορία, δηµηγορία, δικηγορία, δικηγόρος, αγύρτης, κατηγορία, κατηγορητήριο,
κατηγορούµενος, κατηγόρηµα, συνηγορία, συνήγορος, ευπροσήγορος, φαντασµαγορικός, συναγερµός,
πανηγύρι, εµποροπανήγυρη, ζωοπανήγυρη, οµήγυρη.
Παρατηρήσεις:
•
Προσοχή στον τονισµό των παρακάτω τύπων:
)
β΄ ενικό προστακτικής Ενεστώτα (ενεργ. φωνής): {αγειρε // ονοµαστ., αιτιατ., κλητ. εν. ουδετέ-
ρου µετοχής: [αγε~ιρον.
)
β΄ ενικό προστακτικής Αορίστου (ενεργ. φωνής): {αγειρον // απαρέµφατο: [αγε~ιραι // ονοµαστ.,
αιτιατ., κλητ. εν. ουδετέρου µετοχής: [αγε~ιραν.
)
β΄ ενικό προστακτικής Αορίστου (µέσης φωνής): {αγειραι.
)
β΄ ενικό προστακτικής Παρακειµένου (µέσης φωνής): [αγήγερσο // απαρέµφατο: [αγηγέρθαι.
•
Οι Μέλλοντες [αγερ~ω και [αγερο~υµαι κλίνονται σύµφωνα µε τα συνηρηµένα της δεύτερης τάξης (-
έω, -~ω, π.χ. ποιέω, ποι~ω).
Ενεργητική φωνή
Οριστική: [αγερ~ω, [αγερε~ις, [αγερε~ι, [αγερο~υµεν, [αγερε~ιτε, [αγερο~υσι(ν). Ευκτική: [αγερο~ιµι ([αγεροίην),
[αγερο~ις ([αγεροίης), [αγερο~ι ([αγεροίη), [αγερο~ιµεν, [αγερο~ιτε, [αγερο~ιεν. Απαρέµφατο: [αγερε~ιν. Μετο-
χή: [αγερ~ων ([αγερο~υντος), [αγερο~υσα ([αγερούσης), [αγερο~υν ([αγερο~υντος).
Μέση φωνή
Οριστική: [αγερο~υµαι, [αγερε~ι (-~?η), [αγερε~ιται, [αγερούµεθα, [αγερε~ισθε, [αγερο~υνται. Ευκτική: [αγε-
ροίµην, [αγερο~ιο, [αγερο~ιτο, [αγεροίµεθα, [αγερο~ισθε, [αγερο~ιντο. Απαρέµφατο: [αγερε~ισθαι. Μετοχή:
[αγερούµενος, [αγερουµένη, [αγερούµενον.
[αγνοέω (-~ω) – [αγνοέοµαι (-ο~υµαι)
Ενεργητική φωνή
ΕΝΣΤ: [αγνοέω (-~ω), ΠΡΤ: [ηγνόουν, ΜΕΛΛ: [αγνοήσω, ΑΟΡ: [ηγνόησα, ΠΡΚ: [ηγνόηκα, ΥΠΡΣ:
[ηγνοήκειν.
Μέση φωνή
ΕΝΣΤ: [αγνοέοµαι (-ο~υµαι), ΠΡΤ: [ηγνοούµην, ΜΕΛΛ: [αγνοήσοµαι, Παθ. ΜΕΛΛ α΄: [αγνοηθήσο-
µαι, Παθ. ΑΟΡ. α΄: [ηγνοήθην, ΠΡΚ: [ηγνόηµαι, ΥΠΡΣ: [ηγνοήµην.
Σηµασία: αγνοώ, δεν κατανοώ ότι.
Σύνταξη:
1
+αιτιατική
2
+εµπρόθετο προσδιορισµό
3
+αιτιατική +κατηγορηµατική µετοχή
4
+δευτερεύουσα πρόταση
5
+γενική +αιτιατική (σπάνια).
Οµόρριζα - παράγωγα: βλ. ρήµα νο~ω ή γιγνώσκω.
Παρατηρήσεις:
•
Προσοχή στον τονισµό:
)
β΄ ενικό προστακτικής Ενεστώτα (ενεργ. φωνής): [αγνόει.
)
β΄ ενικό προστακτικής Αορίστου (ενεργ. φωνής): [αγνόησον.
)
β΄ ενικό προστακτικής Ενεστώτα (µέσης φωνής): [αγνοο~υ.
)
β΄ ενικό προστακτικής παθ. Αορίστου α΄: [αγνοήθητι.
)
β΄ ενικό προστακτικής Παρακειµένου (µέσης φωνής): [ηγνόησο // απαρέµφατο: [ηγνο~ησθαι.