Background Image
Previous Page  2 / 8 Next Page
Information
Show Menu
Previous Page 2 / 8 Next Page
Page Background

ÂðÈÙÔÌÔ ÏÂÍÈÎÔ ÚËÌ·ÙˆÓ ·Ú¯·È·Û ÂÏÏËÓÈÎËÛ

ΕΚ∆ΟΣΕΙ Σ ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ

5

[αγγέλλω – [αγγέλλοµαι

Ενεργητική φωνή

ΕΝΣΤ: [αγγέλλω, ΠΡΤ: }ηγγελλον, ΜΕΛΛ: [αγγελ~ω, ΑΟΡ: {ηγγειλα, ΠΡΚ: {ηγγελκα, ΥΠΡΣ: [ηγγέλ-

κειν.

Μέση φωνή

ΕΝΣΤ: [αγγέλλοµαι, ΠΡΤ: [ηγγελλόµην, ΜΕΛΛ: [αγγελο~υµαι, Παθ. ΜΕΛΛ α΄: [αγγελθήσοµαι,

ΑΟΡ: [ηγγειλάµην, Παθ. ΑΟΡ. α΄: [ηγγέλθην, ΠΡΚ: {ηγγελµαι, ΥΠΡΣ: [ηγγέλµην.

Σηµασία: δίνω ή µεταφέρω είδηση, αναγγέλλω, γνωστοποιώ.

Σύνταξη:

1

+αιτιατική (φέρνω ειδήσεις)

2

+δοτική προσώπου +αιτιατική πράγµατος

3

+ειδική

πρόταση ή ειδικό απαρέµφατο

4

όταν είναι απρόσωπο δέχεται ως υποκείµενο ειδική πρόταση.

Σύνθετα: [αναγγέλλω: αναφέρω, ανακοινώνω, γνωστοποιώ // [απαγγέλλω: διηγούµαι, ανακοινώνω,

γνωστοποιώ // διαγγέλλω: καταγγέλλω, γνωστοποιώ // [εξαγγέλλω: διακηρύσσω, διηγούµαι, αποκαλύ-

πτω // παραγγέλλω: διατάζω, προστάζω // προαγγέλλω: προειδοποιώ // [επαγγέλλοµαι: υπόσχοµαι.

Οµόρριζα - παράγωγα: αγγελία, εισαγγελία, εξαγγελία, παραγγελία, αναγγελία, προαγγελία, απαγγελί-

α, καταγγελία, διάγγελµα, προάγγελµα, παράγγελµα, επάγγελµα, άγγελος, εξάγγελος, αγγελικός, αγγε-

λόµορφος, αγγελιοφόρος, παραγγελιοδόχος, αγγελτήριο, εισαγγελέας, ευαγγέλιο, ευαγγελικός.

Παρατηρήσεις:

Προσοχή στον τονισµό των παρακάτω τύπων:

)

β΄ ενικό προστακτικής Ενεστώτα (ενεργ. φωνής): {αγγελλε.

)

β΄ ενικό προστακτικής Αορίστου (ενεργ. φωνής): {αγγειλον // ονοµαστ., αιτιατ. και κλητ. εν.

ουδετέρου µετοχής Αορίστου (ενεργ. φωνής): (τ`ο) [αγγε~ιλαν // απαρέµφατο Αορίστου (ενεργ.

φωνής): [αγγε~ιλαι.

)

β΄ ενικό προστακτικής Αορίστου (µέσης φωνής): {αγγειλαι.

)

β΄ ενικό προστακτικής Παρακειµένου (µέσης φωνής): {ηγγελσο // απαρέµφατο Παρακειµένου

(µέσης φωνής): [ηγγέλθαι.

Το ρηµατικό θέµα µε τα δύο -λλ- ισχύει µόνο για τον Ενεστώτα και τον Παρατατικό.

Οι Μέλλοντες [αγγελ~ω και [αγγελο~υµαι κλίνονται σύµφωνα µε τα συνηρηµένα της δεύτερης τάξης

(-έω, -~ω, π.χ. ποιέω, ποι~ω).

Ενεργητική φωνή

Οριστική: [αγγελ~ω, [αγγελε~ις, [αγγελε~ι, [αγγελο~υµεν, [αγγελε~ιτε, [αγγελο~υσι(ν). Ευκτική: [αγγελο~ιµι

([αγγελοίην), [αγγελο~ις ([αγγελοίης), [αγγελο~ι ([αγγελοίη), [αγγελο~ιµεν, [αγγελο~ιτε, [αγγελο~ιεν. Απαρέµ-

φατο: [αγγελε~ιν. Μετοχή: [αγγελ~ων ([αγγελο~υντος), [αγγελο~υσα ([αγγελούσης), [αγγελο~υν ([αγγε-

λο~υντος).

Μέση φωνή

Οριστική: [αγγελο~υµαι, [αγγελε~ι (-~?η), [αγγελε~ιται, [αγγελούµεθα, [αγγελε~ισθε, [αγγελο~υνται. Ευκτική:

[αγγελοίµην, [αγγελο~ιο, [αγγελο~ιτο, [αγγελοίµεθα, [αγγελο~ισθε, [αγγελο~ιντο. Απαρέµφατο: [αγγε-

λε~ισθαι. Μετοχή: [αγγελούµενος, [αγγελουµένη, [αγγελούµενον.

[αγείρω – [αγείροµαι

Ενεργητική φωνή

ΕΝΣΤ: [αγείρω, ΠΡΤ: {ηγειρον, ΜΕΛΛ: [αγερ~ω, ΑΟΡ: {ηγειρα, ΠΡΚ: [αγήγερκα, ΥΠΡΣ: [ηγηγέρκειν.

Μέση φωνή

ΕΝΣΤ: [αγείροµαι, ΠΡΤ: [ηγειρόµην, ΜΕΛΛ: [αγερο~υµαι, ΑΟΡ: [ηγειράµην, Παθ. ΑΟΡ. α΄: [ηγέρ-

θην, ΠΡΚ: [αγήγερµαι, ΥΠΡΣ: [ηγηγέρµην.

Σηµασία: συγκεντρώνω, συναθροίζω.

Σύνταξη: +αιτιατική προσώπου ή πράγµατος (συλλέγω, συγκεντρώνω στο ίδιο µέρος).

Σύνθετα: [αναγείρω: συγκεντρώνω ξανά // συναγείρω: συγκεντρώνω µαζί // περιαγείροµαι: περιοδεύω