ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Α΄ΛΥΚΕΙΟΥ
82
ΦΡΟΝΤ ΙΣΤΗΡ Ι Α ΜΠΑΧΑΡΑΚΗ
Ομόρριζα
κατεστήσατο
< κατά + ἳσταμαι: στάση, στάδιο, στήλη, στάθμη,
ακατάστατος, σταθερός, άστατος, στατικός, υφιστάμενος, πρωτοστατώ
εἰδώς
< οἶδα: είδηση, ειδίκευση, είδος, ειδύλλιο, συνειδητός,
ανιστόρητος, μυθιστορηματικός, εξιδανικεύω, συνειδητοποιώ, εξιστορώ
καταλιπών
< κατά + λείπω: έλλειψη, εγκατάλειψη, διάλειμμα,
λείψανο, παράλειψη, λιπόθυμος, αδιάλειπτος, υπόλοιπος, ελλειπτικός,
ανελλιπής
νομίζοντες
< νομίζω: νόμισμα, απονομή, αυτονομία, οικονομία,
νομιμότητα, έννομος, νομομαθής, νομοταγής, παράνομος, υπονομεύω
κρατήσαντες
< κρατῶ: επικράτεια, αυτοκρατορία, μονοκρατορία,
κρατητήριο, κράτημα, ασυγκράτητος, κρατικός, συγκρατώ,
κρατικοποιώ, επικρατώ
προδόντος
< πρό + δίδωμι: δόση, δωροδοκία, φιλοδώρημα, δωρεά,
απόδοση, γνωμοδότης, εργοδότης, προδότης, ασύδοτος